ωτίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ωτίτης < ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + επίθημα -ίτης* (πρβλ. ωλεν-ίτης)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ωτίτης αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]