auriculaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
auriculaire auriculaires

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

auriculaire (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
pouce index majeur annulaire auriculaire