ἀγέχορος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀγέχορος < ἄγω + χορός

Επίθετο

[επεξεργασία]
ἀγέχορος, -ος, -ον
  1. αυτός που άγει, οδηγεί τον χορό
  2. ο πρώτος του χορού

Συγγενικά

[επεξεργασία]