ἀγησίχορος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀγησίχορος < ἡγέομαι + χορός

Επίθετο

[επεξεργασία]
ἀγησίχορος, -ος, -ον
  • αυτός που οδηγεί χορό ακόμα και στον Άδη

Συγγενικά

[επεξεργασία]