ἀκυρόω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀκυρόω- < παρασύνθετο από το ἄκυρος (α στερητικό + κῦρος + jω)
Ρήμα
[επεξεργασία]ἀκυρόω-ἀκυρῶ
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]- ἄκυρον ποιῶ
- ἄκυρον καθίστημί τι
- ἄκυρον τίθημι
- ἄκυρον ἐστί (συνώνυμο του μέσου ἀκυροῦμαι)
- ἄκυρον γίγνεται (από κάποιον)