ἀκυρῶ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

ἀκυρῶ

  • συνηρημένος τύπος του ἀκυρόω (α΄πρόσωπο οριστικής και υποτακτικής ενεστώτα)