ἀρτύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀρτύω και ἀρτύνω < ρίζα αρ- κοινή στο ἀραρίσκω, ἄρτιος πιθανόν και με τον ἄρτο

ἀρτύω

Συγγενικά

[επεξεργασία]