ἄγειος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ἄγειος, -ος, -ον
- αυτός που δεν έχει γη, έδαφος
- (συνεκδοχικά) ο συνεχώς ναυτιλλόμενος
ἄγειος, -ος, -ον