ἐνεργός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ενεργός

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐνεργός < ἐν- + ἔργ(ον) + -ος

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἐνεργός, -ός, -όν, συγκριτικός: ἐνεργότερος, υπερθετικός:  ἐνεργότατος

  1. ενεργός, απασχολημένος, δραστήριος
  2. ικανός, αποτελεσματικός
  3. (για έδαφος) εύφορος, γόνιμος
     συνώνυμα: ἐνεργής
     αντώνυμα: ἀργός

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη ἔργον