ἐνεργός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ἐνεργός, -ός, -όν, συγκριτικός : ἐνεργότερος, υπερθετικός : ἐνεργότατος
- ενεργός, απασχολημένος, δραστήριος
- ικανός, αποτελεσματικός
- (για έδαφος) εύφορος, γόνιμος
Παράγωγα
[επεξεργασία]- ἐνεργῶς (επίρρημα)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη ἔργον
Πηγές
[επεξεργασία]- ἐνεργός - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἐνεργός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐνεργός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.