απασχολημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απασχολημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απασχολώ
Μετοχή
[επεξεργασία]απασχολημένος -η -ο και απησχολημένος
- → δείτε τη λέξη απασχολώ