ἐπάρχω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐπάρχω < ἐπί +ἄρχω

ἐπάρχω

ἔχω δὲ καὶ τεῖχος ἰσχυρὸν καὶ χώρας ἐπάρχω πολλῆς (Ξενοφώντα, Κύρου Παιδεία, 4.6.2.3)