ἐπεμβαίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ἐπεμβαίνω
- πατάω πάνω σε κάτι
- μπαρκάρω
- ποδοπατάω, καταπατώ
- (μεταφορικά) επικρίνω
Δείτε επίσης : επεμβαίνω |
ἐπεμβαίνω