ἐπιείκεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἐπιείκεια < ἐπιεικής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἐπιείκεια
- το να είναι κάτι σύμφωνο με τη λογική
- ήπια και ανεκτική αντιμετώπιση, επιείκεια
- η καλοσύνη, η αγαθότητα
<<ποιεῖ δὲ τὴν ἀπορίαν ὅτι τὸ ἐπιεικὲς δίκαιον μέν ἐστιν, οὐ τὸ κατὰ νόμον δέ, ἀλλ' ἐπανόρθωμα νομίμου δικαίου>>.Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια 1138b 11-13