ὁράω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ὁράω, ὁρῶ   ὁράομαι, ὁρῶμαι 
Παρατατικός  ἑώρων, ιωνικός τύπος : ὥρεον   ἑωρώμην, ὡρώμην 
Μέλλοντας  ὄψομαι   ελληνιστική ὁραθήσομαι, ὀφθήσομαι 
Αόριστος  εἶδον   εἰδόμην, ὠψάμην, ελληνιστική ἑωράθην & ὤφθην 
Παρακείμενος  ἑόρακα, ἑώρακα, ὄπωπα   ἑόραμαι, ἑώραμαι, ὦμμαι 
Υπερσυντέλικος  ἑοράκην, ἑωράκειν, ἑωρακώς ἦν   ὤμμην, ἑωράμην 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὁράω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ὁράω / ὁρῶ (συνηρημένο)

  1. (αμετάβατο) βλέπω, κοιτάζω
  2. (αμετάβατο) έχω την όρασή μου, βλέπω
  3. κοιτάζω, προσέχω, παίρνω προφυλάξεις
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 57.1
    ὁρᾶτε ὅπως μὴ οὐκ ἀποδέξωνται ἀνδρῶν ἀγαθῶν πέρι αὐτοὺς ἀμείνους ὄντας ἀπρεπές τι ἐπιγνῶναι, οὐδὲ πρὸς ἱεροῖς τοῖς κοινοῖς σκῦλα ἀπὸ ἡμῶν τῶν εὐεργετῶν τῆς Ἑλλάδος ἀνατεθῆναι.
    Προσέξτε μήπως σας αποδοκιμάσει η κοινή γνώμη, εσάς που πολύ σας επαινούν, αν μας καταδικάσετε άδικα, εμάς τους γενναίους, κι αν αφιερώστε στους κοινούς ναούς των Ελλήνων τα λάφυρα που θα ᾿χετε πάρει από μας, τους ευεργέτες της Ελλάδος.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 67 (67-68)
    [ΟΡΕΣΤΗΣ] ὅρα, φυλάσσου μή τις ἐν στίβῳ βροτῶν. | [ΠΥΛΑΔΗΣ] ὁρῶ, σκοποῦμαι δ᾽ ὄμμα πανταχῆ στρέφων.
    [ΟΡΕΣΤΗΣ] Το νου σου! Είναι κανείς στο δρόμο; Κοίτα! | [ΠΥΛΑΔΗΣ] Κοιτάω· παντού τα βλέμματά μου ρίχνω.
    Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία, 1979:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
  4. (μεταβατικό) κοιτάζω κάτι/κάποιον, παρατηρώ
    ※  4ος πκε αιώνας Αἰσχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 219
    Πῶς ἂν οὖν ἐγὼ προενεδεικνύμην Ἀλεξάνδρῳ; εἴ γε μὴ ταὐτὸν ἐνύπνιον ἐγὼ καὶ Δημοσθένης εἴδομεν.
    Πώς λοιπόν θα μπορούσα να κάνω επίδειξη εύνοιας προς τον Αλέξανδρο, όταν την εξουσία είχε ο Φίλιππος; Εκτός, βέβαια, αν εγώ και ο Δημοσθένης είδαμε το ίδιο όνειρο.
    Μετάφραση (2012): Αθανάσιος Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη:Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Συμπόσιον, 220a
    Σωκράτη μεθύοντα οὐδεὶς πώποτε ἑώρακεν ἀνθρώπων.
    κανένας ως σήμερα δεν είδε τον Σωκράτη μεθυσμένο, ποτέ·
    Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greek‑language.gr
  5. προσέχω, φροντίζω, προνοώ
  6. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
  7. (μεταφορικά) διαβλέπω, διαισθάνομαι
  8. (στην παθητική φωνή) είμαι ορατός, με βλέπουν, φαίνομαι
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 933
    [ΟΡΕΣΤΗΣ] ὤφθημεν οὐ νῦν πρῶτον ὄντες ἄθλιοι.
    [ΟΡΕΣΤΗΣ] Με είδαν πολλοί σε τέτοιο χάλι ως τώρα.
    Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία, 1979:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • θέμα ὁρα-
  • θέμα ειδ-, ιδ-
  • θέμα οπ-

Σύνθετα[επεξεργασία]

δείτε και τα παράγωγά τους, όπως ἄνοπτος, ἀδιόρατος, ἀκάτοπτος, ἐπόπτης, πρόσοψις, ὑπεροψία, ἐνόρασις, σύνοψις, καθορατικός, πρόοπτος

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]