Byzantine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Byzantine (en)

Επίθετο

[επεξεργασία]

Byzantine (en)

  1. βυζαντινός
  2. υπερβολικά περίπλοκος, κατά τρόπο που να θυμίζει τη βυζαντινή διοίκηση
  3. μηχανορράφος, πανούργος ή ύπουλος

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]