accidentally
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- accidentally < accidental
Επίρρημα[επεξεργασία]
accidentally (en)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- by accident
accidentally (en)