adieu

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

adieu (fr) αρσενικό

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

adieu (fr)

  • αντίο (λέγεται συνήθως όταν δεν πρόκειται να δούμε κάποιον σύντομα)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]