aerugo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]aerugo (la) θηλυκό -inis
- χαλκοσκουριά, σκουριά χαλκού
- (+ γενική ουσιαστικού) σκουριά (άλλου μετάλλου)
- ↪ aerugo auri, argenti (σκουριά χρυσού, αργύρου)
- (μεταφορικά) ζήλια, εμπάθεια
Κλίση
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- aerugo - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.