affairer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- affairer < affaire
Ρήμα
[επεξεργασία]affairer (fr)
- (pronominal: αντωνυμικό) ασχολούμαι, είμαι πολυάσχολος