appello

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
appello < (λατινικά) ad (la) + (λατινικά) pello (la)

appello (la) & adpello (la) (appellō1, appellāvī, appellātum, appellāre)

  1. ονομάζω, αποκαλώ
  2. προσαγορεύω, προσφωνώ
  3. παρακαλώ