arancino

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενικός πληθυντικός
arancino arancini
Ένα πιάτο με arancini (αραντσίνι)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
arancino < aranc(io) + υποκοριστικό επίθημα -ino

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

arancino (it) αρσενικό, κατά κανόνα στον πληθυντικό: arancini (αραντσίνι)

  1. (φρούτο) πορτοκάλι πού έπεσε από το δένδρο άγουρο πριν ωριμάσει
  2. (γαστρονομία) παραδοσιακό έδεσμα της Σικελίας, με ζύμη σε σχήμα πορτοκαλιού ή μπάλας, γεμισμένη με ρύζι και σάλτσα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • arancino στην ιταλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην ιταλική Βικιπαίδεια