as well

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

as well (en)

  • (ιδιωματισμός) επιπλέον και, επίσης και, κι από πάνω
    He gave me advice and money as well.
    Μου ‘δώσε συμβουλές κι επιπλέον και χρήματα.
    I will buy this one as well.
    Θα αγοράσω επίσης κι αυτό.
    He is also a liar as well!
    Κι από πάνω είναι και ψεύτης!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη additionally

Πηγές[επεξεργασία]