additionally

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
additionally < additional + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

additionally (en) (χωρίς παραθετικά)

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 300, 326, 327. ISBN 9780194325684. , λήμμα: εξάλλου, επιπλέον, επίσης