attache

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: attaché
      ενικός         πληθυντικός  
attache attaches

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

attache (fr) θηλυκό

  1. η σύνδεση, η διασύνδεση
  2. o συνδετήρας

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη attacher