atto-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
atto- < νορβηγικό atten (no) (= δεκαοχτώ) < αρχαίο νορβηγικό āttjān

Πρόθημα

[επεξεργασία]

atto-