avoir cours

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
avoir cours → δείτε τις λέξεις avoir και cours

Ρηματική έκφραση

[επεξεργασία]

avoir cours (fr)

  1. ισχύω
  2. αναγνωρίζομαι, χρησιμοποιούμαι
  3. έχω μάθημα