cours

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kuʁ/
 

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
cours cours

cours (fr) αρσενικό

  1. το μάθημα
  2. το βιβλίο ενός μαθήματος
  3. οι σημειώσεις που παίρνει κανείς κατά τη διάρκεια ενός μαθήματος
  4. το εκπαιδευτικό ίδρυμα, η σχολή (συνηθίζεται για ιδιωτικές σχολές)
  1. τιμή
  1. η ροή (ποταμού κλπ)
  1. δρόμος, κατεύθυνση

Εκφράσεις

[επεξεργασία]