baiser

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
baiser < λατινική basiare

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bɛ.ze/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
baiser baisers

baiser (fr) αρσενικό

baiser (fr)

  1. φιλώ
     συνώνυμα: embrasser
  2. (αργκό, χυδαίο) γαμώ
     συνώνυμα: enculer, enfiler, miser, niquer, tringler
  3. (οικείο) (χυδαίο) εξαπατώ, κοροϊδεύω
     συνώνυμα: avoir, berner, duper, rouler
  4. (αργκό) (οικείο) καταλαβαίνω (σχολική αργκό)

Συγγενικά

[επεξεργασία]