barrière

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
barrière barrières

barrière (fr) θηλυκό

  1. η ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή που κλείνει ένα πέρασμα, αυλόπορτα
     συνώνυμα: clôture, portail
  2. η ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή που περικλείει και προστατεύει κάτι, φράχτης
     συνώνυμα: clôture, haie, palissade
  3. ο φραγμός
     συνώνυμα: obstacle