beginner

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
beginner beginners

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
beginner < begin + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

beginner (en)

  • αρχάριος, πρωτάρης, πρωτόπειρος
    English departments for beginners and advanced students - τμήματα αγγλικών για αρχάριους και για προχωρημένους
    beginner’s luck - η τύχη του πρωτάρη

Συνώνυμα

[επεξεργασία]