novice

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
novice novices

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

novice (en)

  1. πρωτάρης, αρχάριος, πρωτόπειρος, νεοφώτιστος
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη beginner
  2. δόκιμος μοναχός



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

novice (fr)