bionomie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bionomie bionomies

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bionomie (fr) θηλυκό

  1. (σπάνιο) η βιολογία
  2. η βιονομία



Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bionomie (ro) θηλυκό

  1. βιονομία