bladder

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
bladder bladders

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bladder (en)

  1. η κύστη, η φούσκα
    My bladder is going to burst (=I urgently need to pee).
    Πάει να σκάσει η φούσκα μου (=πρέπει επειγόντως να ουρήσω).
  2. η σαμπρέλα μιας μπάλας
  3. ο ασκός