bled

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

bled (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bled bleds

bled (fr) αρσενικό

  1. (στη βόρεια Αφρική) η εξοχή, η ενδοχώρα
  2. (οικείο) τόπος, χωριό, ξερότοπος
     συνώνυμα: patelin, trou