blenoreo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- blenoreo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | blenoreo | blenoreoj |
αιτιατική | blenoreon | blenoreojn |
blenoreo (eo)
- (ιατρική) η βλεννόρροια