bonkers

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός bonkers
συγκριτικός more bonkers
υπερθετικός most bonkers

Επίθετο

[επεξεργασία]

bonkers (en) (ανεπίσημο, όχι πριν από το ουσιαστικό)

  • τρελαίνω, τρελαίνομαι
    You’re driving me bonkers with your shouting.
    Με τρέλανες με τις φωνές σου.
    I am bonkers for sweets.
    Τρελαίνομαι για τα γλυκά.