bruni
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bruni | brunis |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bruni (fr) αρσενικό
- (τεχνολογία) λείο τμήμα ενός μετάλλου
Μετοχή
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bruni | brunis |
θηλυκό | brunie | brunies |
bruni (fr)
Ίντο (io)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]bruni (io)