bruni

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
bruni brunis

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bruni (fr) αρσενικό

  1. (τεχνολογία) λείο τμήμα ενός μετάλλου

Μετοχή

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό bruni brunis
θηλυκό brunie brunies

bruni (fr)

  1. που έχει σκουρύνει
     συνώνυμα: bronzé, doré, foncé



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

bruni (io)