bulício
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]bulício (pt) < λατινικό bullitìo
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bulício (pt) αρσενικό
bulício (pt) < λατινικό bullitìo
bulício (pt) αρσενικό