cabotage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cabotage (en)

  1. το καμποτάζ, το δικαίωμα στην εκτέλεση εσωτερικών δρομολογίων σε μια χώρα
  2. το καμποτάζ, το δικαίωμα του κράτους να ελέγχει τις μεταφορές στο εσωτερικό του



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
cabotage < caboter

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.bɔ.taːʒ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cabotage cabotages

cabotage (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]