caisse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

caisse < (κληρονομημένο) μέση γαλλική caisse

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɛs/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
caisse caisses

caisse (fr) θηλυκό

  1. το ταμείο
  2. το κιβώτιο, το κασόνι
  3. (αργκό) το αυτοκίνητο

Συγγενικά[επεξεργασία]