caravan

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
caravan caravans

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

caravan (en)

  1. το καραβάνι
     συνώνυμα: convoy
  2. (ΗΒ) το τροχόσπιτο
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη camper