categorise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας categorise
γ΄ ενικό ενεστώτα categorises
αόριστος categorised
παθητική μετοχή categorised
ενεργητική μετοχή categorising

categorise (en) (βρετανική γραφή)

  • κατηγοριοποιώ
    The measures can be categorised into three types.
    Τα μέτρα μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε τρεις τύπους.

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]