categorize
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | categorize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | categorizes |
αόριστος | categorized |
παθητική μετοχή | categorized |
ενεργητική μετοχή | categorizing |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]categorize (en)
- αμερικανική γραφή του categorise
- ↪ The measures can be categorized into three types.
- Τα μέτρα μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε τρεις τύπους.
- ↪ The measures can be categorized into three types.