chanvre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
chanvre < υστερολατινική canapus < οξιτανική canebe < λατινική cannabis

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʃɑ̃vʁ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
chanvre chanvres

chanvre (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]