chargement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
chargement chargements

chargement (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]