chargeur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
chargeur chargeurs

chargeur (fr) αρσενικό

  1. ο φορτωτής
  2. ο φορτιστής

Συγγενικά

[επεξεργασία]