chemin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
chemin chemins

chemin (fr) αρσενικό

  1. ο δρόμος
  2. (ειδικότερα) ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσω για να φτάσω κάπου
    il a perdu son chemin - έχασε το δρόμο του

Παροιμίες[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]