cheminement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cheminement | cheminements |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cheminement (fr) αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη chemin
ενικός | πληθυντικός |
cheminement | cheminements |
cheminement (fr) αρσενικό