claironnant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- claironnant < claironner < clairon
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | claironnant | claironnants |
θηλυκό | claironnante | claironnantes |
claironnant (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη clair