compatibility

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
compatibility < compat(ible) + -ibility

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kəmˌpætɪˈbɪlɪti/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

compatibility (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η συμβατότητα
    compatibility of the program will all operating systems - συμβατότητα του προγράμματος με όλα τα λειτουργικά συστήματα
  2. η αρμονία, η ικανότητα ανθρώπων ή πραγμάτων να ζουν ή να υπάρχουν μαζί χωρίς προβλήματα
    There’s no compatibility in this couple.
    Δεν υπάρχει αρμονία σε αυτό το ζευγάρι.

Υπώνυμα

[επεξεργασία]

(πληροφορική)